ἐπίβουλοι

ἐπίβουλοι
ἐπίβουλος
plotting against
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επίβουλος — η, ο (AM ἐπίβουλος, ον) [επιβουλεύω] 1. (για άνθρωπο) αυτός που σχεδιάζει κακό και με δόλιες ενέργειες βλάπτει κάποιον 2. (για ενέργειες, πράξεις κ.λπ.) ύπουλος, δόλιος (« πίβουλε Πόθε», «ἐπίβουλοι νόσοι») αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίβουλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”